Αγαπάμε το άγνωστο, ερωτευόμαστε το περαστικό και πληγώνουμε το δεδομένο.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Χειμώνας 1/2.

Περνάω από το γνωστό μέρος,
τη γνωστή ώρα.
Ένα μελαγχολικό ζευγάρι μάτια,
ένα μοναχικό σώμα.
Πάντα η ίδια επιθυμία,
να το πλησιάσω,
να το αγγίξω.
Τον χειμώνα αυτό,
η επιθυμία έγινε πράξη.
Ένα πρωινό κατάφερα 
και τον πλησίασα.
Με μικρά βήματα,
φτάνω έως εκεί
που μπορώ να διακρίνω 
το χρώμα των ματιών του.
Ένα γαλάζιο χειμερινής θάλασσας
με δόσεις κόκκινου,
όπως οι ακτίνες του ηλίου 
που πέφτουν πάνω της.
Δυο χούφτες κλειστές από φόβο
και μια ψυχή που ήθελε να δραπετεύσει.
Προσπαθώ να βγάλω φωνή,
δυο τρεις φθόγγους έστω.
Μα μάταια.
Μονάχα τον κοιταώ,
νιώθω χαμένη και μόνο
με τη μορφή του.
Εκείνος σιωπηλός,
σχηματίζοντας κύκλους τα μάτια του.
Εγώ περιμένω να γίνουν καμπύλη γραμμή
τα χείλη του.
Νιώθω την καρδιά του να κυματίζει.
Αδυνατώ,αλήθεια,να προσμένω
κι άλλον χειμώνα.

-Γεια σου άγνωστε-γνωστέ.
(δεν απαντάει με φωνή παρά με τα μάτια)
Κάθε πρωί δραπετεύει η ψυχή μου σ'εσένα,του λέω με διακεκομμένη φωνή κι αναπνοή.
Δε ξέρω το πως και το γιατί,συμπληρώνω.
Μη με κοιτάς σιωπώντας.
-Κάθε πρωί,μικρή,περιμένω για τούτη εδώ τη στιγμή.
-Τι εννοείς;Για ποια στιγμή μιλάς;
-Τη στιγμή που θα ταξίδευε η δική μου ψυχή με τη δική σου.Δε ξέρω το πως και το γιατί.Καταλάβαινα-ένιωθα τις ματιές από τα γεμάτα αγάπη μάτια σου.
-Ποτέ δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μία λέξη,ούτε ένα καλημέρα,μονάχα κλέφτικες ματιές.Δε ξέρω το πως και το γιατί.
-Γνώριζα πως από μακριά δε θα έχανα το βλέμμα σου.Πλέον,όλα πάνε κι έρχονται τόσο εύκολα κι εμείς μένουμε αμέτοχοι.
-Άσε ελεύθερες τις χούφτες σου.Άνοιξέ τις σα φτερά πουλιού.Θα απλώσω τα χέρια μου στα δικά σου,σαν σύνδεση δυο σωμάτων-ψυχών.Δεν αφήνω τους χειμώνες μου να χαθούν έτσι,δεν αφήνω εσένα χειμώνα μου.Πάντα ήξερα πως το κόκκινο στα μάτια σου,ήταν η πιο δυνατή μου αγάπη.
 -Σιωπή.

Sof..

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

το όλον μου.

Ανήσυχη η θάλασσα,
μελαχγολικός ο ορίζοντας,
αμήχανα τα κύματα.
 Με ακουμπάει μια ακτίνα ηλίου
και νιώθω λες και σχίζεται το στέρνο μου.
 Ένα κύμα σκάει στα πόδια μου,
η δύση είναι.
Φεύγει,φεύγεις.
Εγώ μένω κι ο ήλιος φεύγει,
φεύγει το φως μου.
Δεν βλέπω τον ορίζοντα,
 ακούω μονάχα τα κύματα,
και το σφύριγμα που κάνει ο ήλιος καθώς συναντιέται με την θάλασσα.
Έτσι είμαι κι εγώ,
σ'ακουμπάω και σφυρίζει το μέσα μου,
σε αισθάνομαι,
με αισθάνομαι..
Ελεύθερη,μα συνάμα δεμένη με τα δεσμά σου.
δεσμά οι αισθήσεις,
ένας κόσμος αισθήσεων.
ένας κόσμος εσύ,
το όλον εσύ,
το μέρος εγώ.
Μέσα σου ολοκληρώνομαι,
και φτάνω στην ευδαιμονία.
 Μία Εδέμ,
ένας παράδεισος.
ο παράδεισος μου.